κρεμμυδάκι

κρεμμυδάκι
και κρομμυδάκι το [κρεμμύδι]
1. μικρό κρεμμύδι
2. φρ. «τόν έκανε με τα κρεμμυδάκια» — άσκησε αυστηρότατο έλεγχο εις βάρος του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”